ampuloso - ορισμός. Τι είναι το ampuloso
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ampuloso - ορισμός


ampuloso      
adj.
Hinchado y redundante. Se dice del lenguaje o del estilo del escritor o del orador.
ampuloso      
ampuloso      
ampuloso, -a (del lat. medieval "ampullosus") adj. Aplicado al estilo o lenguaje y, correspondientemente, a quien los usa, exagerada o inadecuadamente *grandilocuente. Bombástico, campanudo, comto, enfático, engolado, hinchado, pomposo, retórico, retumbante, rimbombante. *Énfasis.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ampuloso
1. El enésimo filme sobre Jesse James es engolado, ampuloso, interminable, con mucho aparato visual y poca sustancia.
2. Los trajes de Versace cubrían un amplio abanico de formas dentro de los márgenes de su estilo ampuloso y de lujo extremo.
3. La reputación de la banca -que el lenguaje imposible de las finanzas maquilla con un ampuloso "riesgo reputacional"- está en horas bajas.
4. Tras dos álbumes de rock sureño algo ampuloso ?y con más bien poca personalidad? y los primeros cambios de formación, el grupo editó en 2003 It still moves, su primera aproximación a realidades más complejas y ricas.
5. Tras dos álbumes de rock sureño algo ampuloso "y con más bien poca personalidad" y los primeros cambios de formación, el grupo editó en 2003 It still moves, su primera aproximación a realidades más complejas y ricas.
Τι είναι ampuloso - ορισμός